ἐπαγόμενοι

ἐπαγόμενοι
ἐπάγω
bring on
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • HOSPES — I. HOSPES in LL. Burgundionum passim, potissimum vero tit. 54. §. 1. et tit. seq. §. 1. i. e. Romanus. Burgundi enim, pervasis Galliarum finibus, cum vereribus incolis, quos Romanos vocabant, agros, terras ac praedia et mancipia ita partiti sunt …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • μεσημβρία — I Αρχαία πόλη στη θρακική παραλία του Εύξεινου Πόντου. Πρόκειται για τη βορειότερη από τις ελληνικές αποικίες, χτισμένη σε φυσικά οχυρή χερσόνησο με ασφαλισμένο λιμάνι, το οποίο της προσέφερε τη δυνατότητα να αναπτύξει αξιόλογη ναυτική και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”